αποβιβάζομαι

αποβιβάζομαι
1) atterrir
2) débarquer

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Regardez d'autres dictionnaires:

  • αποβιβάζομαι — αποβιβάζομαι, αποβιβάστηκα, αποβιβασμένος βλ. πίν. 36 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • έρχομαι — και έρχουμαι (AM ἔρχομαι) 1. κατευθύνομαι ή πλησιάζω σε κάποιον τόπο ή σε κάποιον πρόσωπο (α. «καὶ ἐπὶ πόλιν δυνατωτάτην νῡν ἐρχόμεθα», Θουκ. β. «τον είδα νά ΄ρχεται προς το μέρος μου») 2. επιστρέφω, γυρίζω πίσω (α. «οὔτ΄ Ὀδυσεὺς ἔτι οἶκον… …   Dictionary of Greek

  • αποβαίνω — (AM ἀποβαίνω) 1. καταλήγω, καταντῶ 2. καθίσταμαι, γίνομαι, αποδεικνύομαι αρχ. 1. αποβιβάζομαι 2. φεύγω, αναχωρῶ 3. (για πρόσωπα) καταντῶ, γίνομαι 4. (για ελπίδες) αποτυγχάνω, διαψεύδομαι 5. επιτυγχάνω 6. πραγματοποιοῡμαι, επαληθεύω 7. (μτβ.)… …   Dictionary of Greek

  • βιστιρώ — και βιστιρίζω 1. επιτίθεμαι εναντίον κάποιου, χτυπώ κάποιον 2. βρίζω, προσβάλλω 3. αποβιβάζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < (προβηγκ.) investir ή vistir, κατ άλλη δε άποψη < ιταλ. investire «κτυπώ, επιπίπτω»] …   Dictionary of Greek

  • διεκπερώ — ( άω) (Α) [εκπερώ] 1. διαπερνώ εντελώς, απ άκρη σ άκρη 2. αποβιβάζομαι, φθάνω 3. παραβλέπω, παρέρχομαι 4. (για δρόμο) διασχίζω, διέρχομαι 5. (για τροφή) διαχωρώ 6. φρ. «διεκπερᾱν βίον» περνώ τη ζωή …   Dictionary of Greek

  • εκβαίνω — και βγαίνω (AM ἐκβαίνω) 1. εξέρχομαι, βγαίνω έξω από κάπου («πέτρης ἐκβαίνοντα», Ιλ.) 2. απολήγω, καταλήγω, καταντώ 3. φρ. «ἐκβαίνω τὰ ὅρια», «ἐκβαίνω τῶν ὁρίων» ξεπερνάω τα όρια τού ανεκτού ή τού επιτρεπτού μσν. (για νερό) αναβλύζω αρχ. μσν.… …   Dictionary of Greek

  • εξαποβαίνω — ἐξαποβαίνω (Α) [αποβαίνω] αποβιβάζομαι («ἐξαπέβησαν ἑταῑροι νηός», Ομ. Οδ.) …   Dictionary of Greek

  • επεκβαίνω — ἐπεκβαίνω (AM) μσν. (για χρόνο) περνώ αρχ. 1. αποβιβάζομαι («ἐς τὴν γῆν ἐπεξέβησαν», Θουκ.) 2. (με αιτ.) (για κύμα) βγαίνω έξω στην ακτή …   Dictionary of Greek

  • κατατρέχω — (AM κατατρέχω) νεοελλ. μτφ. προσπαθώ να βλάψω κάποιον, έχω εχθρικές διαθέσεις προς κάποιον νεοελλ. μσν. 1. τρέχω πίσω από κάποιον, καταδιώκω, κυνηγώ κάποιον 2. τρέχω γρήγορα, σπεύδω 3. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) κατατρεγμένος, η, ον… …   Dictionary of Greek

  • ντεσμπαρκάρω — (Μ ντεσμπαρκάρω) (διαλ.) αποβιβάζομαι, ξεμπαρκάρω. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. desbarcar] …   Dictionary of Greek

  • ξεβαίνω — (Μ ξεβαίνω και ἐξεβαίνω και ἐξηβαίνω) βγαίνω από κλειστό σε ανοιχτό χώρο μσν. 1. βγαίνω από τη φυλακή, αποφυλακίζομαι 2. απελευθερώνομαι 3. αποβιβάζομαι 4. φεύγω από κάποιον χώρο, αναχωρώ, απομακρύνομαι 5. αποχωρώ από εκδήλωση ή δραστηριότητα 6.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”